- ύφεαρ
- -έαρος, τὸ, Α(στους Αρκάδες) ο ιξός που φύεται στα πεύκα ή στα έλατα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. ὕφεαρ είναι σύνθ. από το ὑ/ὐ*, κυπριακό τ. πρόθεσης ισοδύναμο τού επί, και έναν τ. *φέFαρ αναγόμενο στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. φύω*/φύομαι (< ΙΕ ρίζα *bheu-/bhu-) δεν θεωρείται πιθανή λόγω τού ότι στην Ελληνική δεν χρησιμοποιείται η απαθής βαθμίδα τής ρίζας αυτής με καμία από τις πιθανές μορφές *φεF- ή *φευ- (< *bheu-)].
Dictionary of Greek. 2013.